- σαρκήρης
- σαρκ-ήρης, ες,A of, consisting of flesh,
στάχυς Trag.Adesp. 263
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάχυς Trag.Adesp. 263
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ήρης (Ι)*] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek